εφέλκυση

εφέλκυση
η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω]
προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐφελκύσῃ — ἐφελκύσηι , ἐφέλκυσις attraction fem dat sg (epic) ἐφέλκω drag aor subj mid 2nd sg ἐφέλκω drag aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”